υποβλήδην: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. ὑποβλήδαν Α- <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> παρεμβαίνοντας και διακόπτοντας την [[ομιλία]] του άλλου («[[ὑποβλήδην]] ἠμείβετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λοξά]], με λοξό [[βλέμμα]] («[[ὑποβλήδην]] ἐσκέψατο», Ύμν. Ερμ.)<br /><b>3.</b> σε [[απάντηση]], απαντώντας<br /><b>4.</b> μιλώντας με την [[σειρά]] του<br /><b>5.</b> υποβολιμαία, [[ψευδώς]] («μητέρες [[ὑποβλήδην]] ἔκειντο», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑποβλη</i>- του [[ὑποβάλλω]] (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. <i>ὑπε</i>-<i>βλή</i>-<i>θην</i>) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ( | |mltxt=και δωρ. τ. ὑποβλήδαν Α- <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> παρεμβαίνοντας και διακόπτοντας την [[ομιλία]] του άλλου («[[ὑποβλήδην]] ἠμείβετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λοξά]], με λοξό [[βλέμμα]] («[[ὑποβλήδην]] ἐσκέψατο», Ύμν. Ερμ.)<br /><b>3.</b> σε [[απάντηση]], απαντώντας<br /><b>4.</b> μιλώντας με την [[σειρά]] του<br /><b>5.</b> υποβολιμαία, [[ψευδώς]] («μητέρες [[ὑποβλήδην]] ἔκειντο», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑποβλη</i>- του [[ὑποβάλλω]] (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. <i>ὑπε</i>-<i>βλή</i>-<i>θην</i>) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ([[πρβλ]]. [[παραβλήδην]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 10 May 2023
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὑποβλήδαν Α- επίρρ.
1. παρεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ομιλία του άλλου («ὑποβλήδην ἠμείβετο», Ομ. Ιλ.)
2. λοξά, με λοξό βλέμμα («ὑποβλήδην ἐσκέψατο», Ύμν. Ερμ.)
3. σε απάντηση, απαντώντας
4. μιλώντας με την σειρά του
5. υποβολιμαία, ψευδώς («μητέρες ὑποβλήδην ἔκειντο», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποβλη- του ὑποβάλλω (πρβλ. παθ. αόρ. ὑπε-βλή-θην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. παραβλήδην].