υψιβρεμέτης: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που βροντά από [[ψηλά]] («ἐν δ' ἄρα τοῖσιν [[Ζεὺς]] [[ὑψιβρεμέτης]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βρεμέτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]] «[[βροντώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>βρεμέτης</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που βροντά από [[ψηλά]] («ἐν δ' ἄρα τοῖσιν [[Ζεὺς]] [[ὑψιβρεμέτης]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βρεμέτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]] «[[βροντώ]]»), [[πρβλ]]. [[μεγαλοβρεμέτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που βροντά από ψηλά («ἐν δ' ἄρα τοῖσιν Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγαλοβρεμέτης].