φιλέορτος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλέορτος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσουν οι γιορτές («ἔχουσα δέ μοι μόλοις εἰρήνην φιλέορτου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που του αρέσει να πηγαίνει σε γιορτές και πανηγύρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έορτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἑορτή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀν</i>-<i>έορτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλέορτος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσουν οι γιορτές («ἔχουσα δέ μοι μόλοις εἰρήνην φιλέορτου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που του αρέσει να πηγαίνει σε γιορτές και πανηγύρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έορτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἑορτή]]), [[πρβλ]]. [[ἀνέορτος]]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλέορτος Medium diacritics: φιλέορτος Low diacritics: φιλέορτος Capitals: ΦΙΛΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: philéortos Transliteration B: phileortos Transliteration C: fileortos Beta Code: file/ortos

English (LSJ)

ον, fond of feasts, εἰρήνη Ar.Th.1147 (lyr.); Σύροι Hdn.2.7.9.

German (Pape)

[Seite 1276] Feste liebend, Freund von Festen, Feiertagen, εἰρήνη Ar. Th. 1147.

Russian (Dvoretsky)

φιλέορτος: любящий праздники (εἰρήνη Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέορτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς ἑορτάς, εἰρήνη Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 1147.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλέορτος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσουν οι γιορτές («ἔχουσα δέ μοι μόλοις εἰρήνην φιλέορτου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που του αρέσει να πηγαίνει σε γιορτές και πανηγύρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -έορτος (< ἑορτή), πρβλ. ἀνέορτος].