υψίπρυμνος: Difference between revisions
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(44) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίπρυμνος]], -ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α<br />αυτός που έχει ψηλή [[πρύμνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υψίπρυμνο [[πλοίο]]» ή, [[απλώς]], «το υψίπρυμνο»<br /><b>ναυτ.</b> [[πλοίο]] με υψηλή [[πρύμνη]], χαρακτηριστικό τών πλοίων του μεσαίωνα, στα οποία η [[πρύμνη]] έφερε ογκώδες [[υπερστέγασμα]] διαμορφωμένο [[κατάλληλα]] για τη [[διαμονή]] του κυβερνήτη και τών αξιωματικών, [[πάνω]] από το οποίο υπήρχε το επίστεγο, κν. [[κάσαρο]], που χρησίμευε ως [[γέφυρα]] του σκάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» / [[ὕψος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρυμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]]), | |mltxt=-η, -ο / [[ὑψίπρυμνος]], -ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α<br />αυτός που έχει ψηλή [[πρύμνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υψίπρυμνο [[πλοίο]]» ή, [[απλώς]], «το υψίπρυμνο»<br /><b>ναυτ.</b> [[πλοίο]] με υψηλή [[πρύμνη]], χαρακτηριστικό τών πλοίων του μεσαίωνα, στα οποία η [[πρύμνη]] έφερε ογκώδες [[υπερστέγασμα]] διαμορφωμένο [[κατάλληλα]] για τη [[διαμονή]] του κυβερνήτη και τών αξιωματικών, [[πάνω]] από το οποίο υπήρχε το επίστεγο, κν. [[κάσαρο]], που χρησίμευε ως [[γέφυρα]] του σκάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» / [[ὕψος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρυμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]]), [[πρβλ]]. [[εὔπρυμνος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:09, 10 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίπρυμνος, -ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α
αυτός που έχει ψηλή πρύμνη
νεοελλ.
φρ. «υψίπρυμνο πλοίο» ή, απλώς, «το υψίπρυμνο»
ναυτ. πλοίο με υψηλή πρύμνη, χαρακτηριστικό τών πλοίων του μεσαίωνα, στα οποία η πρύμνη έφερε ογκώδες υπερστέγασμα διαμορφωμένο κατάλληλα για τη διαμονή του κυβερνήτη και τών αξιωματικών, πάνω από το οποίο υπήρχε το επίστεγο, κν. κάσαρο, που χρησίμευε ως γέφυρα του σκάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» / ὕψος + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εὔπρυμνος].