ἱππόλυτος: Difference between revisions
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππόλυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που λύνει τους ίππους, αυτός που αφήνει ελεύθερους τους ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>), [[πρβλ]]. [[ | |mltxt=[[ἱππόλυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που λύνει τους ίππους, αυτός που αφήνει ελεύθερους τους ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>), [[πρβλ]]. [[παράλυτος]], [[φρεσσίλυτος]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, letting horses loose, dub. l. in APl.4.44 (fort. ἱππελάτης).
German (Pape)
[Seite 1260] Rosse abspannend, ἱππολύτης χάρμης Ep. ad. 360 (Plan. 44), Lob. vermuthet ἱππελάτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόλῠτος: -ον, ὁ λύων, ἀφίνων ἐλευθέρους τοὺς ἵππους, Ἀνθ. Πλαν. 44˙ Λοβέκ. ἱππελάτης.
Greek Monolingual
ἱππόλυτος, -ον (Α)
αυτός που λύνει τους ίππους, αυτός που αφήνει ελεύθερους τους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -λυτος (< λύω), πρβλ. παράλυτος, φρεσσίλυτος).