ισόγειος: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ισόγειο]]<br />όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του εδάφους, ο [[ισόγειος]] όροφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισογείως</i> και <i>ισόγεια</i><br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], με τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[λευκόγειος]], [[μελανόγειος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 10 May 2023
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το έδαφος
2. το ουδ. ως ουσ. το ισόγειο
όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους, ο ισόγειος όροφος.
επίρρ...
ισογείως και ισόγεια
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, με τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γειος (< γῆ), πρβλ. λευκόγειος, μελανόγειος].