εύβουλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔβουλος]], -ον)<br />αυτός που σκέφτεται σωστά, ο [[συνετός]], ο [[φρόνιμος]] («[[σοφός]] τε καὶ [[εὔβουλος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />επίθ. του Πλούτωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>βουλος</i>, <i>σύμ</i>-<i>βουλος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔβουλος]], -ον)<br />αυτός που σκέφτεται σωστά, ο [[συνετός]], ο [[φρόνιμος]] («[[σοφός]] τε καὶ [[εὔβουλος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />επίθ. του Πλούτωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]]), [[πρβλ]]. [[κακόβουλος]], [[σύμβουλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔβουλος, -ον)
αυτός που σκέφτεται σωστά, ο συνετός, ο φρόνιμοςσοφός τε καὶ εὔβουλος», Ηρόδ.)
αρχ.
επίθ. του Πλούτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακόβουλος, σύμβουλος].