ολιγαρκής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὀλιγαρκής]], -ές)<br />αυτός που αρκείται στα [[λίγα]], που ικανοποιείται με τα [[λίγα]] και δεν επιζητεί τα [[πολλά]], [[λιτός]] («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη [[φτώχεια]]», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀλιγαρκές</i><br />η [[ολιγάρκεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀλιγαρκῶς</i> (Α)<br />με [[ολιγάρκεια]], με [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i>), [[πρβλ]]. [[πολυαρκής]]).
|mltxt=-ές (Α [[ὀλιγαρκής]], -ές)<br />αυτός που αρκείται στα [[λίγα]], που ικανοποιείται με τα [[λίγα]] και δεν επιζητεί τα [[πολλά]], [[λιτός]] («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη [[φτώχεια]]», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀλιγαρκές</i><br />η [[ολιγάρκεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀλιγαρκῶς</i> (Α)<br />με [[ολιγάρκεια]], με [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i>), [[πρβλ]]. [[πολυαρκής]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές (Α ὀλιγαρκής, -ές)
αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές
η ολιγάρκεια.
επίρρ...
ὀλιγαρκῶς (Α)
με ολιγάρκεια, με λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. πολυαρκής].