κατάματος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />(για [[χιόνι]] ή [[βροχή]] ή καπνό) αυτός που πέφτει [[κατευθείαν]] στα μάτια («κατάματο έπεφτε [[πάνω]] μας το [[χαλάζι]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατάματα]]<br />[[μέσα]] στα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάτι]]), [[πρβλ]]. [[γλυκό]]-<i>ματος</i>, <i>μονό</i>-<i>ματος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />(για [[χιόνι]] ή [[βροχή]] ή καπνό) αυτός που πέφτει [[κατευθείαν]] στα μάτια («κατάματο έπεφτε [[πάνω]] μας το [[χαλάζι]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατάματα]]<br />[[μέσα]] στα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάτι]]), [[πρβλ]]. [[γλυκόματος]], [[μονόματος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:22, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο
(για χιόνι ή βροχή ή καπνό) αυτός που πέφτει κατευθείαν στα μάτια («κατάματο έπεφτε πάνω μας το χαλάζι»).
επίρρ...
κατάματα
μέσα στα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκόματος, μονόματος].