πρύλις: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρύλις:''' εως (ῠ) ἡ военная пляска (у критян) Arst.
|elrutext='''πρύλις:''' εως (ῠ) ἡ [[военная пляска]] (у критян) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρύλῐς Medium diacritics: πρύλις Low diacritics: πρύλις Capitals: ΠΡΥΛΙΣ
Transliteration A: prýlis Transliteration B: prylis Transliteration C: prylis Beta Code: pru/lis

English (LSJ)

[ῠ], εως, ἡ, dance in armour, armed dance, Call.Jov.52, Dian.240; Cret., = πυρρίχη, acc. to Arist.Fr.519.

German (Pape)

[Seite 801] ἡ, ein Tanz in Waffen, wie πυῤῥίχη, nach Aristot. bei Schol. Pind. P. 2, 127 bei den Cypriern gebräuchlich; vgl. Callim. Iov. 52 Dian. 240.

Russian (Dvoretsky)

πρύλις: εως (ῠ) ἡ военная пляска (у критян) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πρύλῐς: [ῠ], εως, ἡ, ὄρχησις ἐν ὅπλοις, ἐνόπλιος ὄρχησις, Καλλ. εἰς Δία 52, εἰς Ἄρτ. 240· παρὰ τοῖς Κρησὶ συνώνυμον τῷ πυρρίχη κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 476. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε Heins. Sil. Ital 3. 347).

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
1. είδος πολεμικού χορού τον οποίο χόρευαν ένοπλοι
2. (στην Κρήτη) ο χορός πυρρίχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και, κατνώςά μία άποψη, έχει προέλθει υστερογε από έναν τ. πρυλίων της γεν. πληθ. της λ. πρυλέες.