τυπάς: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τῠπάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ молот Soph., Plut. | |elrutext='''τῠπάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ [[молот]] Soph., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:52, 11 May 2023
English (LSJ)
άδος, ἡ, mallet, hammer, S.Fr.844, cf. Hsch.
German (Pape)
άδος, ἡ, Schlägel, Hammer, Soph. frg. 743.
Russian (Dvoretsky)
τῠπάς: άδος (ᾰδ) ἡ молот Soph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τῠπάς: -άδος, ἡ σφῦρα, σφυρίον, «τὴν γὰρ Ἐργάνην οὗτοι μόνον θεραπεύουσιν, ὥς φησι Σοφοκλῆς (ἐν Ἀποσπ. 743), οἱ παρ’ ἄκμονι τυπάδι βαρείᾳ καὶ πληγαῖς ὑπακούουσαν ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες» Πλούτ. 2. 802Β.
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ἡ, Α
βλ. τυπάδα.
(II)
ο, Ν
(ιδιωμ. τ.)
1. αυτός που έχει ύφος
2. καπάτσος, τσίφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικάς, φαφλατάς)].