ὀνοβάτις: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0347.png Seite 347]] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Plut. Qu. graec. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0347.png Seite 347]] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Plut. Qu. graec. 2.
}}
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[qui monte à âne]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνοβάτις:''' ῐδος (ᾰ) ἡ [[сажаемая верхом на осла]] (вид наказания для неверных жен в Кумах) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνοβάτις''': -ιδος, ἡ, ἡ ἐπ’ ὄνου ὀχουμένη, ἐπὶ μοιχαλίδος οὕτω τιμωρουμένης ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291Ε, F, ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοβάτιδες· αἱ ἐπὶ μοιχείᾳ ἁλοῦσαι γυναῖκες καὶ ἐξενεχθεῖσαι, ἐπὶ ὄνων».
|lstext='''ὀνοβάτις''': -ιδος, ἡ, ἡ ἐπ’ ὄνου ὀχουμένη, ἐπὶ μοιχαλίδος οὕτω τιμωρουμένης ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291Ε, F, ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοβάτιδες· αἱ ἐπὶ μοιχείᾳ ἁλοῦσαι γυναῖκες καὶ ἐξενεχθεῖσαι, ἐπὶ ὄνων».
}}
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui monte à âne.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνοβάτις]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] που υπέπεσε σε [[μοιχεία]] και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη [[πάνω]] σε όνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i> (θηλ. τ. του -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακανθο</i>-<i>βάτις</i>].
|mltxt=[[ὀνοβάτις]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] που υπέπεσε σε [[μοιχεία]] και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη [[πάνω]] σε όνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i> (θηλ. τ. του -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ακανθοβάτις]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνοβάτις:''' ῐδος (ᾰ) ἡ сажаемая верхом на осла (вид наказания для неверных жен в Кумах) Plut.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοβάτις Medium diacritics: ὀνοβάτις Low diacritics: ονοβάτις Capitals: ΟΝΟΒΑΤΙΣ
Transliteration A: onobátis Transliteration B: onobatis Transliteration C: onovatis Beta Code: o)noba/tis

English (LSJ)

[ᾰ], ιδος, ἡ, riding on an ass, of an adulteress who was thus punished at Cumae, Plu.2.291e, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 347] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Plut. Qu. graec. 2.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
qui monte à âne.
Étymologie: ὄνος, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνοβάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ сажаемая верхом на осла (вид наказания для неверных жен в Кумах) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοβάτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐπ’ ὄνου ὀχουμένη, ἐπὶ μοιχαλίδος οὕτω τιμωρουμένης ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291Ε, F, ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοβάτιδες· αἱ ἐπὶ μοιχείᾳ ἁλοῦσαι γυναῖκες καὶ ἐξενεχθεῖσαι, ἐπὶ ὄνων».

Greek Monolingual

ὀνοβάτις, ἡ (Α)
γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη πάνω σε όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βάτις (θηλ. τ. του -βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθοβάτις].