ουραγός: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οὐραγός]])<br /><b>1.</b> ο [[αρχηγός]] της ουραγίας, της οπισθοφυλακής<br /><b>2.</b> ο [[τελευταίος]] σε [[σειρά]] ή σε [[κατάταξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[υπαξιωματικός]] που τοποθετείται [[τελευταίος]] σε [[τμήμα]] το οποίο βρίσκεται σε [[πορεία]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> το τελευταίο [[πλοίο]] σχηματισμού ή νηοπομπής<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[αχώριστος]] [[σύντροφος]] κάποιου ή, γενικά, ο [[οπαδός]] πολιτικής κίνησης, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον πρωτοπόρο ή τον ηγέτη της<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> ο [[ουραχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ᾱγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λοχ</i>-[[αγός]]].
|mltxt=ο (Α [[οὐραγός]])<br /><b>1.</b> ο [[αρχηγός]] της ουραγίας, της οπισθοφυλακής<br /><b>2.</b> ο [[τελευταίος]] σε [[σειρά]] ή σε [[κατάταξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[υπαξιωματικός]] που τοποθετείται [[τελευταίος]] σε [[τμήμα]] το οποίο βρίσκεται σε [[πορεία]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> το τελευταίο [[πλοίο]] σχηματισμού ή νηοπομπής<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[αχώριστος]] [[σύντροφος]] κάποιου ή, γενικά, ο [[οπαδός]] πολιτικής κίνησης, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον πρωτοπόρο ή τον ηγέτη της<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> ο [[ουραχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ᾱγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), [[πρβλ]]. [[λοχαγός]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο (Α οὐραγός)
1. ο αρχηγός της ουραγίας, της οπισθοφυλακής
2. ο τελευταίος σε σειρά ή σε κατάταξη
νεοελλ.
1. στρ. υπαξιωματικός που τοποθετείται τελευταίος σε τμήμα το οποίο βρίσκεται σε πορεία
2. ναυτ. το τελευταίο πλοίο σχηματισμού ή νηοπομπής
3. μτφ. ο αχώριστος σύντροφος κάποιου ή, γενικά, ο οπαδός πολιτικής κίνησης, σε αντιδιαστολή προς τον πρωτοπόρο ή τον ηγέτη της
4. ανατ. ο ουραχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + -ᾱγός (< ἄγω), πρβλ. λοχαγός].