στρουθόπους: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πόδια σπουργίτη, [[δηλαδή]] [[κοντά]] πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πόδια στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει [[μακριά]] σκέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), | |mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πόδια σπουργίτη, [[δηλαδή]] [[κοντά]] πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πόδια στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει [[μακριά]] σκέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[λεοντόπους]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 11 May 2023
English (LSJ)
πουν, gen. ποδος, with sparrow's or ostrich's feet (for authorities differ, Sch.Ar.Av.877 explaining it of large, Plin.HN7.24 of small feet).
German (Pape)
[Seite 956] ποδος, mit Sperlings- od. Straußsüßen, Schol. Ar. Av. 876, = μεγαλόπους.
Russian (Dvoretsky)
στρουθόπους: 2, gen. ποδος с воробьиными лапками, т. е. с крошечными ступнями (feminae Plin.).
Greek (Liddell-Scott)
στρουθόπους: ουν, ὁ ἔχων πόδας στρουθίου ἢ στρουθοκαμήλου (ἐπειδὴ ὑπάρχουσιν ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι, καθ’ ὅσον ὁ μὲν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 876 ἑρμηνεύει αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν ἔχοντα μεγάλους πόδας, ὁ δὲ Πλίν. (7. 2) τὸν ἔχοντα μικροὺς πόδας).
Greek Monolingual
-ουν, Α
1. αυτός που έχει πόδια σπουργίτη, δηλαδή κοντά πόδια
2. αυτός που έχει πόδια στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει μακριά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντόπους].