πίδακας: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / πῑδαξ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[πηγή]] που εξακοντίζει [[προς]] τα [[πάνω]] το [[νερό]] εξαιτίας της πιέσεως<br /><b>2.</b> τεχνητή [[πηγή]] που με ειδική [[συσκευή]] εκτοξεύει το [[νερό]] [[προς]] τα [[πάνω]] και [[έτσι]] δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές εγκαταστάσεις φωτισμού, και κατασκευάζεται σε πλατείες, κήπους και άλλους χώρους ως διακοσμητικό [[στοιχείο]] κν. [[σιντριβάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πηγή]] που αναβρύζει [[νερό]] («ἀνέρπει πίδακος ἐξ ἱερῆς ὀλίγη [[λιβάς]]», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους τεχνικούς όρους (<b>πρβλ.</b> <i>όμφ</i>-<i>αξ</i>). Οι τ. <i>πιδῶ</i>, [[πιδήεις]] μορφολογικώς θα μάς οδηγούσαν σε ένα αμάρτυρο όνομα <i>πίδη</i> ή <i>πῖδος</i>, ενώ το ρ. <i>πιδ</i>-<i>ύω</i> σε ένα όνομα <i>πῖδυς</i>. Η λ. [[πῖδαξ]] συνδέεται πιθ. με τον τ. [[πῖσος]], ενώ, αντιθέτως, δεν θεωρείται πιθανή η σύνδεσή της με τους τ. [[πῖαρ]] ή [[πίτυς]]. Επίσης, η [[σύνδεση]] του [[πῖδαξ]] με αρχ. νορβ. <i>feitr</i> «[[παχύς]]», <i>fita</i> «παχιά» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο μορφολογικές όσο και σημασιολογικές].
|mltxt=ο / πῑδαξ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[πηγή]] που εξακοντίζει [[προς]] τα [[πάνω]] το [[νερό]] εξαιτίας της πιέσεως<br /><b>2.</b> τεχνητή [[πηγή]] που με ειδική [[συσκευή]] εκτοξεύει το [[νερό]] [[προς]] τα [[πάνω]] και [[έτσι]] δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές εγκαταστάσεις φωτισμού, και κατασκευάζεται σε πλατείες, κήπους και άλλους χώρους ως διακοσμητικό [[στοιχείο]] κν. [[σιντριβάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πηγή]] που αναβρύζει [[νερό]] («ἀνέρπει πίδακος ἐξ ἱερῆς ὀλίγη [[λιβάς]]», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους τεχνικούς όρους ([[πρβλ]]. [[όμφαξ]]). Οι τ. <i>πιδῶ</i>, [[πιδήεις]] μορφολογικώς θα μάς οδηγούσαν σε ένα αμάρτυρο όνομα <i>πίδη</i> ή <i>πῖδος</i>, ενώ το ρ. <i>πιδ</i>-<i>ύω</i> σε ένα όνομα <i>πῖδυς</i>. Η λ. [[πῖδαξ]] συνδέεται πιθ. με τον τ. [[πῖσος]], ενώ, αντιθέτως, δεν θεωρείται πιθανή η σύνδεσή της με τους τ. [[πῖαρ]] ή [[πίτυς]]. Επίσης, η [[σύνδεση]] του [[πῖδαξ]] με αρχ. νορβ. <i>feitr</i> «[[παχύς]]», <i>fita</i> «παχιά» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο μορφολογικές όσο και σημασιολογικές].
}}
}}

Revision as of 15:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο / πῑδαξ, ΝΑ
νεοελλ.
1. φυσική πηγή που εξακοντίζει προς τα πάνω το νερό εξαιτίας της πιέσεως
2. τεχνητή πηγή που με ειδική συσκευή εκτοξεύει το νερό προς τα πάνω και έτσι δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές εγκαταστάσεις φωτισμού, και κατασκευάζεται σε πλατείες, κήπους και άλλους χώρους ως διακοσμητικό στοιχείο κν. σιντριβάνι
αρχ.
πηγή που αναβρύζει νερό («ἀνέρπει πίδακος ἐξ ἱερῆς ὀλίγη λιβάς», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει το επίθημα -αξ, το οποίο απαντά και σε άλλους τεχνικούς όρους (πρβλ. όμφαξ). Οι τ. πιδῶ, πιδήεις μορφολογικώς θα μάς οδηγούσαν σε ένα αμάρτυρο όνομα πίδη ή πῖδος, ενώ το ρ. πιδ-ύω σε ένα όνομα πῖδυς. Η λ. πῖδαξ συνδέεται πιθ. με τον τ. πῖσος, ενώ, αντιθέτως, δεν θεωρείται πιθανή η σύνδεσή της με τους τ. πῖαρ ή πίτυς. Επίσης, η σύνδεση του πῖδαξ με αρχ. νορβ. feitr «παχύς», fita «παχιά» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο μορφολογικές όσο και σημασιολογικές].