στεριανός: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται από την [[στεριά]] («στεριανό [[αεράκι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[στεριανός]] και <i>η στεριανή</i><br />αυτός που ζει στην [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[ναυτικό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεριά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> ( | |mltxt=-ή, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται από την [[στεριά]] («στεριανό [[αεράκι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[στεριανός]] και <i>η στεριανή</i><br />αυτός που ζει στην [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[ναυτικό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεριά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. [[χωριανός]])]. | ||
}} | }} |