συκομουριά: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συκομορέα]], ΝΜΑ, και συκομοραία Α<br />οπωροφόρο αειθαλές [[δέντρο]] της Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό [[σύκο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συκόμορον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>έα</i>). Ο τ. <i>συκο</i>-[[μουριά]] με [[συνίζηση]]].
|mltxt=η / [[συκομορέα]], ΝΜΑ, και συκομοραία Α<br />οπωροφόρο αειθαλές [[δέντρο]] της Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό [[σύκο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συκόμορον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> ([[πρβλ]]. [[συκέα]]). Ο τ. <i>συκο</i>-[[μουριά]] με [[συνίζηση]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / συκομορέα, ΝΜΑ, και συκομοραία Α
οπωροφόρο αειθαλές δέντρο της Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό σύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον + κατάλ. -έα (πρβλ. συκέα). Ο τ. συκο-μουριά με συνίζηση].