Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμικρίνης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σμῑκρίνης:''' ου (ῐν) ὁ мелочный человек, скупец, скряга (обычный тип в новоатт. комедии) Men.
|elrutext='''σμῑκρίνης:''' ου (ῐν) ὁ [[мелочный человек]], [[скупец]], [[скряга]] (обычный тип в новоатт. комедии) Men.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[άτομο]] που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, [[μικρολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμικρός]] / [[μικρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Αισχ</i>-<i>ίνης</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[άτομο]] που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, [[μικρολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμικρός]] / [[μικρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνης</i> ([[πρβλ]]. [[Αισχίνης]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:26, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 911] ὁ, ein kleinlich Geiziger, ein Filz, Knicker; Charactername des Geizhalses in der neuen griech. Comödie, wie Harpagon in der französischen; Jac. lect. Stob. p. 97; Mein. Menandr. p. 64. 565.

Russian (Dvoretsky)

σμῑκρίνης: ου (ῐν) ὁ мелочный человек, скупец, скряга (обычный тип в новоатт. комедии) Men.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑκρίνης: [κρῐ], ου, ὁ, ὁ περὶ σμικρῶν σκεπτόμενος, μικρολόγος, φιλάργυρος· κεῖται δὲ ὡς προσηγορικὸν ὄνομα ἐν τῇ νέᾳ κωμῳδίᾳ ὡς ἐν τῇ Γαλλικῇ τὸ Harpagon, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 3, «Ἐπιτρ.» 5, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 43.

Greek Monolingual

ὁ, Α
άτομο που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, μικρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμικρός / μικρός + επίθημα -ίνης (πρβλ. Αισχίνης)].