υστέρα: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑστέρα]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑστέρη Α<br /><b>1.</b> [[μήτρα]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[κοιλιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ωοτόκα ζώα, ερπετά, ψάρια ή πτηνά) [[ωοθήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὑστέρα]] [[πρέπει]] να αναχθεί στον ΙΕ τ. <i>ū</i><i>d</i> «[[προς]] τα [[πάνω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ύστερος</i>, <i>ὑ</i>) και έχει σχηματιστεί με την κατάλ. -[[τέρα]] του θηλ. τών επιθ. του συγκριτικού βαθμού σε -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὕσ</i>-<i>τερος</i>). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον σχηματισμό στο [[βάθος]] της μήτρας, στο πιο [[πίσω]] [[μέρος]], και αυτή η σημ. δεν επιτρέπει την άμεση [[σύνδεση]] της με τον ομόρριζο αρχ. ινδ. τ. <i>uttara</i>- «αυτός που βρίσκεται από [[πάνω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ύστερος</i>). Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η λ. <i>ύστερα</i> συνδέεται (μέσω τ. <i>ud</i>-<i>tera</i>) με τη λ. [[ὕδερος]] και με τ. τών ΙΕ γλωσσών με σημ. «[[κοιλιά]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>udara</i>-, αβεστ. <i>udara</i>-, ΙΕ τ. <i>udero</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[ὕδερος]]), η οποία, όμως, δεν θεωρείται αναγκαία. Η λ. [[ὑστέρα]] διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ιατρικών όρων, πολλοί από τους οποίους έχουν εισαχθεί ως αντιδάνειοι (<b>πρβλ.</b> [[υστερεκτομή]] <span style="color: red;"><</span> <i>hysterectomy</i>)].
|mltxt=η / [[ὑστέρα]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑστέρη Α<br /><b>1.</b> [[μήτρα]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[κοιλιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ωοτόκα ζώα, ερπετά, ψάρια ή πτηνά) [[ωοθήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὑστέρα]] [[πρέπει]] να αναχθεί στον ΙΕ τ. <i>ū</i><i>d</i> «[[προς]] τα [[πάνω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ύστερος</i>, <i>ὑ</i>) και έχει σχηματιστεί με την κατάλ. -[[τέρα]] του θηλ. τών επιθ. του συγκριτικού βαθμού σε -<i>τερος</i> ([[πρβλ]]. [[ὕστερος]]). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον σχηματισμό στο [[βάθος]] της μήτρας, στο πιο [[πίσω]] [[μέρος]], και αυτή η σημ. δεν επιτρέπει την άμεση [[σύνδεση]] της με τον ομόρριζο αρχ. ινδ. τ. <i>uttara</i>- «αυτός που βρίσκεται από [[πάνω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ύστερος</i>). Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η λ. <i>ύστερα</i> συνδέεται (μέσω τ. <i>ud</i>-<i>tera</i>) με τη λ. [[ὕδερος]] και με τ. τών ΙΕ γλωσσών με σημ. «[[κοιλιά]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>udara</i>-, αβεστ. <i>udara</i>-, ΙΕ τ. <i>udero</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[ὕδερος]]), η οποία, όμως, δεν θεωρείται αναγκαία. Η λ. [[ὑστέρα]] διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ιατρικών όρων, πολλοί από τους οποίους έχουν εισαχθεί ως αντιδάνειοι (<b>πρβλ.</b> [[υστερεκτομή]] <span style="color: red;"><</span> <i>hysterectomy</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 16:44, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / ὑστέρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑστέρη Α
1. μήτρα
2. συνεκδ. η κοιλιά
αρχ.
(για ωοτόκα ζώα, ερπετά, ψάρια ή πτηνά) ωοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑστέρα πρέπει να αναχθεί στον ΙΕ τ. ūd «προς τα πάνω» (βλ. λ. ύστερος, ) και έχει σχηματιστεί με την κατάλ. -τέρα του θηλ. τών επιθ. του συγκριτικού βαθμού σε -τερος (πρβλ. ὕστερος). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον σχηματισμό στο βάθος της μήτρας, στο πιο πίσω μέρος, και αυτή η σημ. δεν επιτρέπει την άμεση σύνδεση της με τον ομόρριζο αρχ. ινδ. τ. uttara- «αυτός που βρίσκεται από πάνω» (βλ. λ. ύστερος). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η λ. ύστερα συνδέεται (μέσω τ. ud-tera) με τη λ. ὕδερος και με τ. τών ΙΕ γλωσσών με σημ. «κοιλιά» (πρβλ. αρχ. ινδ. udara-, αβεστ. udara-, ΙΕ τ. udero-, βλ. λ. ὕδερος), η οποία, όμως, δεν θεωρείται αναγκαία. Η λ. ὑστέρα διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ιατρικών όρων, πολλοί από τους οποίους έχουν εισαχθεί ως αντιδάνειοι (πρβλ. υστερεκτομή < hysterectomy)].