τύλων: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br />αυτός που έχει [[δέρμα]] γεμάτο τύλους, γεμάτο κάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> ( | |mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br />αυτός που έχει [[δέρμα]] γεμάτο τύλους, γεμάτο κάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> ([[πρβλ]]. [[γάστρων]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 11 May 2023
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A one with a callous hide, Gloss.
French (Bailly abrégé)
3gén. pl. de τύλος.
Greek (Liddell-Scott)
τύλων: -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων δέρμα τυλῶδες, πλῆρες τύλων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
αυτός που έχει δέρμα γεμάτο τύλους, γεμάτο κάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + κατάλ. -ων, -ωνος (πρβλ. γάστρων)].