φαρμακηρός: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με [[σμάλτο]]<br /><b>2.</b> (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό [[υγρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταριχ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με [[σμάλτο]]<br /><b>2.</b> (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό [[υγρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[ταριχηρός]])].
}}
}}

Revision as of 16:46, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκηρός Medium diacritics: φαρμακηρός Low diacritics: φαρμακηρός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΗΡΟΣ
Transliteration A: pharmakērós Transliteration B: pharmakēros Transliteration C: farmakiros Beta Code: farmakhro/s

English (LSJ)

ά, όν, A (φάρμακον III) treated with preservatives, κωπῶν ζεύγη BGU544.21 (ii A. D.). 2 glazed, of bronze vessels, ib. 17.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με σμάλτο
2. (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ταριχηρός)].