τρισυπόστατος: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρισυπόστατος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] υποστάσεις («[[τρισυπόστατος]] [[θεότης]]», Μεθόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη, [[τριμερής]], [[τριμελής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρισυπόστατο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ιδιότητα]] της Αγίας Τριάδος να [[είναι]] τρισυπόστατη, το να έχει [[τρεις]] υποστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπόστασις]] (<b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>υπόστατος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τρισυπόστατος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] υποστάσεις («[[τρισυπόστατος]] [[θεότης]]», Μεθόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη, [[τριμερής]], [[τριμελής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρισυπόστατο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ιδιότητα]] της Αγίας Τριάδος να [[είναι]] τρισυπόστατη, το να έχει [[τρεις]] υποστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπόστασις]] ([[πρβλ]]. [[συνυπόστατος]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>aus drei [[Substanzen]] oder [[Personen]]</i>, K.S.
|ptext=<i>aus drei [[Substanzen]] oder [[Personen]]</i>, K.S.
}}
}}

Latest revision as of 16:46, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τρισυπόστᾰτος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν ὑποστάσεων, τὸ τρισυπόστατον τῆς θείας ἑνάδος Μεθόδ. 352C· τρ. θεότης 393· ἑνάδα τρισυπόστατον Διονύσ. Ἀρεοπ. 212C, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισυπόστατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις υποστάσεις («τρισυπόστατος θεότης», Μεθόδ.)
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριμερής, τριμελής
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το τρισυπόστατο(ν)
η ιδιότητα της Αγίας Τριάδος να είναι τρισυπόστατη, το να έχει τρεις υποστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + ὑπόστασις (πρβλ. συνυπόστατος)].

German (Pape)

aus drei Substanzen oder Personen, K.S.