φύσκων: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
mNo edit summary |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[φύσγων]], -ωνος, ή φυσκών, -ῶνος, ὁ Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως [[παρωνύμιο]] του Πιττακού) [[κοιλαράς]], [[προγάστωρ]]<br /><b>2.</b> [[ρίψη]] βόλων, [[ζαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύσκη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i> ( | |mltxt=και [[φύσγων]], -ωνος, ή φυσκών, -ῶνος, ὁ Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως [[παρωνύμιο]] του Πιττακού) [[κοιλαράς]], [[προγάστωρ]]<br /><b>2.</b> [[ρίψη]] βόλων, [[ζαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύσκη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. [[ἄρχων]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 11 May 2023
English (LSJ)
or φυσκών, ῶνος, ὁ, A pot-belly, nickname given to Pittacus, Alc.37B; freq. of Ptolemy VII, J.AJ12.4.11, etc. 2 a throw of the dice, Poll.7.205.
German (Pape)
[Seite 1319] ωνος, oder φυσκών, ῶνος, ὁ, Dickbauch, Schmeerbauch; Plut. Coriol. 11; Spottname des fünften Ptolemäus, vgl. D. L. 1, 81.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
ventru.
Étymologie: φύσκη.
Russian (Dvoretsky)
φύσκων: ωνος ὁ толстобрюхий, пузан Plut., Diod., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
φύσκων: ἢ φυσκών, ὁ, παχὺς τὴν γαστέρα, γάστρων, προγάστωρ, ὁ Ἀλκαῖος ἀπεκάλει τὸν Πιττακὸν φύσκωνα καὶ γάστρωνα, ὅτι παχὺς ἦν Διογέν. Λαέρτ. 1. 81˙ ἐπώνυμον Πτολεμ. τοῦ Ε΄, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 11, κτλ. 2) παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 205, εἶδος βόλου ἐν τῷ κυβεύειν: «οἱ δὲ βελτίους βόλοι, ἐφ’ οἷς καὶ τὸ εὐκυβεῖν ἐλέγετο, βόλος πρανής... φύσκων».
Greek Monolingual
και φύσγων, -ωνος, ή φυσκών, -ῶνος, ὁ Α
1. (κυρίως ως παρωνύμιο του Πιττακού) κοιλαράς, προγάστωρ
2. ρίψη βόλων, ζαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσκη + επίθημα -ων (πρβλ. ἄρχων)].