φιλόβιβλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόβιβλον</i><br />[[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τα βιβλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν τα βιβλία, [[βιβλιόφιλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να διαβάζει βιβλία<br /><b>3.</b> αυτός που του αρέσει η [[ανάγνωση]] της Βίβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίβλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>βιβλος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόβιβλον</i><br />[[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τα βιβλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν τα βιβλία, [[βιβλιόφιλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να διαβάζει βιβλία<br /><b>3.</b> αυτός που του αρέσει η [[ανάγνωση]] της Βίβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίβλος]] ([[πρβλ]]. [[πολύβιβλος]])].
}}
}}

Revision as of 16:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόβιβλος Medium diacritics: φιλόβιβλος Low diacritics: φιλόβιβλος Capitals: ΦΙΛΟΒΙΒΛΟΣ
Transliteration A: philóbiblos Transliteration B: philobiblos Transliteration C: filovivlos Beta Code: filo/biblos

English (LSJ)

ον, fond of books, Str.13.1.54.

German (Pape)

[Seite 1278] Bücher liebend, Bücherfreund, Strab. XIII.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόβιβλος: -ον, φίλος τῶν βιβλίων, Στράβ. 609, Εὐστ. Πονημάτ. 249. 80.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόβιβλον
μεγάλη αγάπη για τα βιβλία
αρχ.
1. αυτός που του αρέσουν τα βιβλία, βιβλιόφιλος
2. αυτός που του αρέσει να διαβάζει βιβλία
3. αυτός που του αρέσει η ανάγνωση της Βίβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + βίβλος (πρβλ. πολύβιβλος)].