χάση: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[χάσις]], -εως, ΝΜ<br />η [[περίοδος]] της βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης (α. «η [[χάση]] του φεγγαριού» — το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από την πανσέληνο [[μέχρι]] τη νέα [[σελήνη]]<br />β. «'ς τὴν χάσιν δὲ τοῦ φεγγαριοῦ ἔτυχεν ὁ [[καιρός]] μας», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «στη [[χάση]] και τη [[φέξη]]» — πολύ σπάνια, αραιά και πού<br /><b>2.</b> «[[χάση]] κόσμου» — [[μεγάλη]] [[καταστροφή]], [[θεομηνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>χασ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χάνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i>/-<i>ις</i> ( | |mltxt=η / [[χάσις]], -εως, ΝΜ<br />η [[περίοδος]] της βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης (α. «η [[χάση]] του φεγγαριού» — το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από την πανσέληνο [[μέχρι]] τη νέα [[σελήνη]]<br />β. «'ς τὴν χάσιν δὲ τοῦ φεγγαριοῦ ἔτυχεν ὁ [[καιρός]] μας», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «στη [[χάση]] και τη [[φέξη]]» — πολύ σπάνια, αραιά και πού<br /><b>2.</b> «[[χάση]] κόσμου» — [[μεγάλη]] [[καταστροφή]], [[θεομηνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>χασ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χάνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i>/-<i>ις</i> ([[πρβλ]]. [[φέξη]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:55, 11 May 2023
Greek Monolingual
η / χάσις, -εως, ΝΜ
η περίοδος της βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης (α. «η χάση του φεγγαριού» — το χρονικό διάστημα από την πανσέληνο μέχρι τη νέα σελήνη
β. «'ς τὴν χάσιν δὲ τοῦ φεγγαριοῦ ἔτυχεν ὁ καιρός μας», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «στη χάση και τη φέξη» — πολύ σπάνια, αραιά και πού
2. «χάση κόσμου» — μεγάλη καταστροφή, θεομηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του αορ. έ-χασ-α του ρ. χάνω + κατάλ. -η/-ις (πρβλ. φέξη)].