χορτόπλινθος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(46)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[χορτόπλινθος]], ο, Ν<br />[[πλίνθος]] από [[χώμα]] ανακατεμένο με χόρτα και ρίζες, [[πλιθί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόρτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλίνθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὠμό</i>-<i>πλινθος</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[χορτόπλινθος]], ο, Ν<br />[[πλίνθος]] από [[χώμα]] ανακατεμένο με χόρτα και ρίζες, [[πλιθί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόρτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλίνθος]] ([[πρβλ]]. [[ὠμόπλινθος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 1367] ἡ, = χορτόβωλος, eine Rasenscholle, Sp.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και χορτόπλινθος, ο, Ν
πλίνθος από χώμα ανακατεμένο με χόρτα και ρίζες, πλιθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + πλίνθος (πρβλ. ὠμόπλινθος)].