ὑμενήϊος: Difference between revisions
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου ως θεού της χαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ὑμήν</i>, -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> ( | |mltxt=ὁ, Α<br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου ως θεού της χαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ὑμήν</i>, -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. [[πολεμήϊος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:00, 11 May 2023
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, epithet of Dionysus, AP9.524.21.
German (Pape)
[Seite 1178] ὁ, Beiwort des Bacchus als eines Freudengottes, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 21).
Greek Monolingual
ὁ, Α
προσωνυμία του Διονύσου ως θεού της χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑμήν, -ένος + επίθημα -ήϊος (πρβλ. πολεμήϊος)].
Greek Monotonic
ὑμενήϊος: ὁ (Ὑμήν), επίθ. του Βάκχου, Διονύσου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμενήϊος: ου (ῠ) ὁ бракосочетающий (эпитет Диониса) Anth.