ιδιόλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />η [[γλώσσα]] που χρησιμοποιεί ένα μόνο [[άτομο]] και που έχει [[κατά]] κανόνα πολύ μικρές δομικές διαφορές σε [[σχέση]] με την [[κοινή]] [[γλώσσα]] ή [[κοινωνιόλεκτο]], η ατομική [[πραγμάτωση]] ενός γλωσσικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>idiolect</i> <span style="color: red;"><</span> <i>idio</i>- ([[πρβλ]]. <i>ιδιο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>lect</i> ([[πρβλ]]. -[[λεκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]], [[πρβλ]]. <i>διά</i>-<i>λεκτος</i>)].
|mltxt=η<br />η [[γλώσσα]] που χρησιμοποιεί ένα μόνο [[άτομο]] και που έχει [[κατά]] κανόνα πολύ μικρές δομικές διαφορές σε [[σχέση]] με την [[κοινή]] [[γλώσσα]] ή [[κοινωνιόλεκτο]], η ατομική [[πραγμάτωση]] ενός γλωσσικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>idiolect</i> <span style="color: red;"><</span> <i>idio</i>- ([[πρβλ]]. <i>ιδιο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>lect</i> ([[πρβλ]]. -[[λεκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]], [[πρβλ]]. [[διάλεκτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 13 May 2023

Greek Monolingual

η
η γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα μόνο άτομο και που έχει κατά κανόνα πολύ μικρές δομικές διαφορές σε σχέση με την κοινή γλώσσα ή κοινωνιόλεκτο, η ατομική πραγμάτωση ενός γλωσσικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. idiolect < idio- (πρβλ. ιδιο-) + -lect (πρβλ. -λεκτός < λέγω, πρβλ. διάλεκτος)].