καταβολάδα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α καταβολάς, -[[άδος]])<br />[[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο [[φυτό]] έχει ήδη αποκτήσει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] που προέρχεται με τέτοιο [[φύτεμα]] («αυτό το [[κλήμα]] [[είναι]] [[καταβολάδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβολ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καταβολ</i>-<i>ή</i>) του [[καταβάλλω]] με τη σημ. «[[ρίχνω]] σπόρο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-[[βολή]] <span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i>-[[βάλλω]], <i>εμ</i>-[[βολή]] <span style="color: red;"><</span> <i>εμ</i>-[[βάλλω]])].
|mltxt=η (Α καταβολάς, -[[άδος]])<br />[[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο [[φυτό]] έχει ήδη αποκτήσει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] που προέρχεται με τέτοιο [[φύτεμα]] («αυτό το [[κλήμα]] [[είναι]] [[καταβολάδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβολ</i>- ([[πρβλ]]. [[καταβολή]]) του [[καταβάλλω]] με τη σημ. «[[ρίχνω]] σπόρο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. <i>εκ</i>-[[βολή]] <span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i>-[[βάλλω]], <i>εμ</i>-[[βολή]] <span style="color: red;"><</span> <i>εμ</i>-[[βάλλω]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

η (Α καταβολάς, -άδος)
κλάδος φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο φυτό έχει ήδη αποκτήσει ρίζες
νεοελλ.
το φυτό που προέρχεται με τέτοιο φύτεμα («αυτό το κλήμα είναι καταβολάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- (πρβλ. καταβολή) του καταβάλλω με τη σημ. «ρίχνω σπόρο» + κατάλ. -άς (πρβλ. εκ-βολή < εκ-βάλλω, εμ-βολή < εμ-βάλλω)].