θερμολούτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θερμολούτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει ζεστά λουτρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λούτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[λούω]] ([[πρβλ]]. <i>ψυχρο</i>-<i>λούτης</i>)].
|mltxt=[[θερμολούτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει ζεστά λουτρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λούτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[λούω]] ([[πρβλ]]. [[ψυχρολούτης]])].
}}
}}

Revision as of 06:58, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμολούτης Medium diacritics: θερμολούτης Low diacritics: θερμολούτης Capitals: ΘΕΡΜΟΛΟΥΤΗΣ
Transliteration A: thermoloútēs Transliteration B: thermoloutēs Transliteration C: thermoloytis Beta Code: qermolou/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, one who uses hot baths, Agathin. ap. Orib.10.7.9.

German (Pape)

[Seite 1202] ὁ, der warm Badende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θερμολούτης: -ου, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος θερμὰ λουτρά, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβ. 286 Ματθ. ― θερμολουτέω, μεταχειρίζομαι θερμὰ λουτρά, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ.1, Ἄλεξ. ἐν Ὀλ.1. 11· οὐχὶ -λουτρέω, ὡς ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 29. ― καὶ θερμολουτία, ἡ, θερμὸν λουτρόν, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 380. 3, Θεόφρ. περὶ Ἱδρώτων 16, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· ἢ -λουσία, Κωμ, Ἀνών. 241, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 594.

Greek Monolingual

θερμολούτης, ὁ (Α)
αυτός που κάνει ζεστά λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -λούτης < λούω (πρβλ. ψυχρολούτης)].