ψιλικατζής: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν<br /><b>1.</b> [[πωλητής]] ψιλικών, [[ιδιοκτήτης]] ψιλικατζήδικου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλικά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ταξι</i>-<i>τζής</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν<br /><b>1.</b> [[πωλητής]] ψιλικών, [[ιδιοκτήτης]] ψιλικατζήδικου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλικά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ([[πρβλ]]. [[ταξιτζής]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 13 May 2023

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν
1. πωλητής ψιλικών, ιδιοκτήτης ψιλικατζήδικου
2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλικά + κατάλ. -τζής (πρβλ. ταξιτζής)].