ἐξαδιαφορέω: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξᾰδιᾰφορέω''': εἶμαι [[ὅλως]] [[ἀδιάφορος]], ἀδιαφορῶ, Φίλων Ι. 214. 39, ΙΙ. 279. 24. | |lstext='''ἐξᾰδιᾰφορέω''': εἶμαι [[ὅλως]] [[ἀδιάφορος]], ἀδιαφορῶ, Φίλων Ι. 214. 39, ΙΙ. 279. 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἐξαδιαφορῶ, [[ἐξαδιαφορέω]] (Α) [[αδιαφορώ]]<br />[[αδιαφορώ]] εντελώς. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 13 May 2023
English (LSJ)
to be utterly indifferent to, Ph.1.214, 2.279.
Spanish (DGE)
ser completamente indiferente a, despreciar τὰ ἀδιάφορα Ph.2.279, cf. 1.214.
German (Pape)
[Seite 862] für ganz gleichgültig halten, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰδιᾰφορέω: εἶμαι ὅλως ἀδιάφορος, ἀδιαφορῶ, Φίλων Ι. 214. 39, ΙΙ. 279. 24.
Greek Monolingual
ἐξαδιαφορῶ, ἐξαδιαφορέω (Α) αδιαφορώ
αδιαφορώ εντελώς.