ὀκτάλοβος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκτάλοβος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] λοβούς («[[πνεύμων]] [[ὀκτάλοβος]]», <b>Αριστφ. Βυζ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[λοβός]] (<b>πρβλ.</b> [[επτά]]-<i>λοβος</i>)].
|mltxt=[[ὀκτάλοβος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] λοβούς («[[πνεύμων]] [[ὀκτάλοβος]]», <b>Αριστφ. Βυζ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[λοβός]] ([[πρβλ]]. [[επτάλοβος]])].
}}
}}

Revision as of 12:49, 16 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάλοβος Medium diacritics: ὀκτάλοβος Low diacritics: οκτάλοβος Capitals: ΟΚΤΑΛΟΒΟΣ
Transliteration A: oktálobos Transliteration B: oktalobos Transliteration C: oktalovos Beta Code: o)kta/lobos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, possessing eight lobes, πνεύμων Ar.Byz.Epit.77.14.

Greek Monolingual

ὀκτάλοβος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από οκτώ λοβούς («πνεύμων ὀκτάλοβος», Αριστφ. Βυζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + λοβός (πρβλ. επτάλοβος)].