παχύχυμος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει παχύ, πηχτο χυμό («δύσπεπτα καὶ παχύχυμα», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χυμός]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει παχύ, πηχτο χυμό («δύσπεπτα καὶ παχύχυμα», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χυμός]] ([[πρβλ]]. [[κακόχυμος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 16 May 2023
English (LSJ)
ον, with thick juices, Id.6.261, Alex.Aphr.Pr.1.52, etc.
German (Pape)
[Seite 540] = Vorigem, Alex. Aphrod.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύχῠμος: -ον, ὁ ἔχων παχεῖς χυμούς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 52, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει παχύ, πηχτο χυμό («δύσπεπτα καὶ παχύχυμα», Αλέξ. Αφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + χυμός (πρβλ. κακόχυμος)].