πολύμυχος: Difference between revisions
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[σπήλαιο]]) αυτός που έχει πολλούς μυχούς, πολλές κρυφές γωνιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μυχός]] «εσώτατο [[μέρος]], [[βάθος]]» ( | |mltxt=-ον, Α<br />(για [[σπήλαιο]]) αυτός που έχει πολλούς μυχούς, πολλές κρυφές γωνιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μυχός]] «εσώτατο [[μέρος]], [[βάθος]]» ([[πρβλ]]. [[επτάμυχος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 16 May 2023
English (LSJ)
ον, with many recesses, gloss on ἑπτάμυχον, Sch.Call.Del.65.
Greek (Liddell-Scott)
πολύμῠχος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς μυχούς, Σχόλ. εἰς Καλλ. Δῆλ. 65.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για σπήλαιο) αυτός που έχει πολλούς μυχούς, πολλές κρυφές γωνιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μυχός «εσώτατο μέρος, βάθος» (πρβλ. επτάμυχος)].