ῥοδόσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ρόδινα σφυρά, ρόδινους αστραγάλους (α. «[[ῥοδόσφυρος]] Ἠριγένεια», Κόιντ<br />β. «ῥοδόσφυροι Χάριτες», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]» (<b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-<i>σφυρος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ρόδινα σφυρά, ρόδινους αστραγάλους (α. «[[ῥοδόσφυρος]] Ἠριγένεια», Κόιντ<br />β. «ῥοδόσφυροι Χάριτες», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]» ([[πρβλ]]. [[λευκόσφυρος]])].
}}
}}

Revision as of 12:50, 16 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόσφῠρος Medium diacritics: ῥοδόσφυρος Low diacritics: ροδόσφυρος Capitals: ΡΟΔΟΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: rhodósphyros Transliteration B: rhodosphyros Transliteration C: rodosfyros Beta Code: r(odo/sfuros

English (LSJ)

ον, rosy-ankled, Q.S.1.138; Χάριτες Him.Or.1.19; Ἀντολίη PMag.Berol.2.93.

German (Pape)

[Seite 847] mit rosigen Knöcheln, Füßen, rosenfüßig; Christod. ecphr. 160; Qu. Sm. 1, 137.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόσφῠρος: -ον, ὁ ἔχων σφυρὰ ῥοδόχροα, ἀλλ’ ὅτε δὴ ῥ’ ἐπόρουσε ῥοδόσφυρος Ἠριγένεια Κόϊντ. Σμ. 1. 138, Χριστοδ. Ἔκφρ. 160.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ρόδινα σφυρά, ρόδινους αστραγάλους (α. «ῥοδόσφυρος Ἠριγένεια», Κόιντ
β. «ῥοδόσφυροι Χάριτες», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκόσφυρος)].