καλύτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(18)
 
m (Text replacement - "Ancient Greek: βελτίων, κρείσσων" to "Ancient Greek: βελτίων, κρείσσων, κρέσσων, κρείττων")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />πιο [[καλός]], σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλύτερα</i><br /><b>1.</b> πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, [[παρά]] [[σαράντα]] [[χρόνια]] [[σκλαβιά]] και [[φυλακή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είμαι]] καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» — βελτιώνεται η [[υγεία]] μου ή η κατάστασή μου<br />β) «καλύτερα το 'χω» — [[προτιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκριτικός [[βαθμός]] του [[καλός]] σχηματισμένος σε -<i>ύτερος</i> αναλογικά [[προς]] τον συγκριτικό τών επιθ. σε -<i>ύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθ</i>-<i>ύτερος</i>, <i>βραδ</i>-<i>ύτερος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι].
|mltxt=-η, -ο<br />πιο [[καλός]], σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλύτερα</i><br /><b>1.</b> πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, [[παρά]] [[σαράντα]] [[χρόνια]] [[σκλαβιά]] και [[φυλακή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είμαι]] καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» — βελτιώνεται η [[υγεία]] μου ή η κατάστασή μου<br />β) «καλύτερα το 'χω» — [[προτιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκριτικός [[βαθμός]] του [[καλός]] σχηματισμένος σε -<i>ύτερος</i> αναλογικά [[προς]] τον συγκριτικό τών επιθ. σε -<i>ύς</i> ([[πρβλ]]. [[βαθύτερος]], [[βραδύτερος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι].
}}
{{trml
|trtx====[[better]]===
Alviri-Vidari Vidari: ودرتر‎; Arabic: أَفْضَل‎, أَحْسَن‎; Armenian: ավելի լավ; Assamese: -কৈ ভাল; Basque: hobe; Belarusian: лепшы; Bengali: আরও ভাল, আফজল; Breton: gwell, gwelloc'h; Bulgarian: по-добър; Catalan: millor; Chinese Mandarin: 更好, 比較好的/比较好的, 較好的/较好的; Cornish: gwell; Czech: lepší; Danish: bedre; Dutch: [[beter]]; Esperanto: pli bona; Estonian: parem; Faroese: betri; Finnish: parempi; French: [[meilleur]]; Friulian: miôr; Galician: mellor; Georgian: უკეთესი, უმჯობესი; German: [[besser]]; Gothic: 𐌱𐌰𐍄𐌹𐌶𐌰; Greek: [[καλύτερος]]; Ancient Greek: [[βελτίων]], [[κρείσσων]], [[κρέσσων]], [[κρείττων]], [[καλλίων]], [[βέλτερος]], [[ἀμείνων]], [[λωΐων]], [[λῴων]], [[φέρτερος]], [[ὑπέρτερος]]; Hindi: बेहतर; Hungarian: jobb; Icelandic: betri; Ido: plu bona, maxim; Interlingua: melior; Irish: níos fearr; Italian: [[migliore]], [[meglio]]; Japanese: もっといい, より良い; Karelian: parempi; Korean: 더 좋은; Ladin: miec; Latin: [[melior]], [[potior]]; Macedonian: подобар; Malay: lebih baik, lebih bagus; Neapolitan: meglio; Norman: miyeu; Norwegian Bokmål: bedre; Nynorsk: betre; Occitan: melhor; Old English: betera; Persian: بِهتَر‎, بختر‎; Plautdietsch: bäta; Polish: lepszy; Portuguese: [[melhor]]; Romani: feder; Romanian: mai bun, mai bine; Romansch: meglier; Russian: [[лучше]], [[лучший]]; Sanskrit: श्रेयस्; Sardinian: megnus, mellus; Scottish Gaelic: nas fheàrr; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̏ље̄; Roman: bȍljē, bolji; Sicilian: megghiu; Slovak: lepší; Slovene: bóljši; Spanish: [[mejor]]; Swahili: bora; Swedish: bättre; Thai: ดีกว่า; Turkish: daha iyi; Ukrainian: кращий, лі́пший; Urdu: بہتر‎; Venetian: mejo; Veps: paremba; Vietnamese: tốt hơn, khá hơn, khoẻ hơn; Volapük: gudikum; Võro: parõmb; Walloon: meyeu; Welsh: gwell; Yakut: бэт; Yiddish: בעסער‎
}}
}}

Latest revision as of 05:45, 18 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο
πιο καλός, σε σύγκριση με κάποιον άλλο.
επίρρ...
καλύτερα
1. πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»)
2. φρ. α) «είμαι καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» — βελτιώνεται η υγεία μου ή η κατάστασή μου
β) «καλύτερα το 'χω» — προτιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτικός βαθμός του καλός σχηματισμένος σε -ύτερος αναλογικά προς τον συγκριτικό τών επιθ. σε -ύς (πρβλ. βαθύτερος, βραδύτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι].

Translations

better

Alviri-Vidari Vidari: ودرتر‎; Arabic: أَفْضَل‎, أَحْسَن‎; Armenian: ավելի լավ; Assamese: -কৈ ভাল; Basque: hobe; Belarusian: лепшы; Bengali: আরও ভাল, আফজল; Breton: gwell, gwelloc'h; Bulgarian: по-добър; Catalan: millor; Chinese Mandarin: 更好, 比較好的/比较好的, 較好的/较好的; Cornish: gwell; Czech: lepší; Danish: bedre; Dutch: beter; Esperanto: pli bona; Estonian: parem; Faroese: betri; Finnish: parempi; French: meilleur; Friulian: miôr; Galician: mellor; Georgian: უკეთესი, უმჯობესი; German: besser; Gothic: 𐌱𐌰𐍄𐌹𐌶𐌰; Greek: καλύτερος; Ancient Greek: βελτίων, κρείσσων, κρέσσων, κρείττων, καλλίων, βέλτερος, ἀμείνων, λωΐων, λῴων, φέρτερος, ὑπέρτερος; Hindi: बेहतर; Hungarian: jobb; Icelandic: betri; Ido: plu bona, maxim; Interlingua: melior; Irish: níos fearr; Italian: migliore, meglio; Japanese: もっといい, より良い; Karelian: parempi; Korean: 더 좋은; Ladin: miec; Latin: melior, potior; Macedonian: подобар; Malay: lebih baik, lebih bagus; Neapolitan: meglio; Norman: miyeu; Norwegian Bokmål: bedre; Nynorsk: betre; Occitan: melhor; Old English: betera; Persian: بِهتَر‎, بختر‎; Plautdietsch: bäta; Polish: lepszy; Portuguese: melhor; Romani: feder; Romanian: mai bun, mai bine; Romansch: meglier; Russian: лучше, лучший; Sanskrit: श्रेयस्; Sardinian: megnus, mellus; Scottish Gaelic: nas fheàrr; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̏ље̄; Roman: bȍljē, bolji; Sicilian: megghiu; Slovak: lepší; Slovene: bóljši; Spanish: mejor; Swahili: bora; Swedish: bättre; Thai: ดีกว่า; Turkish: daha iyi; Ukrainian: кращий, лі́пший; Urdu: بہتر‎; Venetian: mejo; Veps: paremba; Vietnamese: tốt hơn, khá hơn, khoẻ hơn; Volapük: gudikum; Võro: parõmb; Walloon: meyeu; Welsh: gwell; Yakut: бэт; Yiddish: בעסער‎