ήτριον: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)πρβλ\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἤτριον]] και δωρ. τ. [[ἄτριον]], το (Α)<br /><b>1.</b> (για την [[υφαντική]]) το [[στημόνι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ύφασμα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἤτρια βύβλων» — λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ήτρ</i>-<i>ιον</i> (πρβλ. | |mltxt=[[ἤτριον]] και δωρ. τ. [[ἄτριον]], το (Α)<br /><b>1.</b> (για την [[υφαντική]]) το [[στημόνι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ύφασμα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἤτρια βύβλων» — λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ήτρ</i>-<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. [[ηρίον]], [[κηρίον]]). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό στο συνθ. <i>επήτρ</i>-<i>ιμος</i>]. | ||
}} | }} |