ἐντολικόν: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντολικόν''': τό, [[ἔνταλμα]], [[ἐπίταγμα]], Κανὼν τῆς ἐν Καρθ. Συνόδ. 92, Συλλ. Ἐπιγρ. 2712. 8· - ἐντολικάριος, ὁ, = ὁ ἐντεταλμένος, Κανὼν τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδου 1313D, Θεοφάν. 432, 13., 441, 11.
|lstext='''ἐντολικόν''': τό, [[ἔνταλμα]], [[ἐπίταγμα]], Κανὼν τῆς ἐν Καρθ. Συνόδ. 92, Συλλ. Ἐπιγρ. 2712. 8· - [[ἐντολικάριος]], ὁ, = ὁ ἐντεταλμένος, Κανὼν τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδου 1313D, Θεοφάν. 432, 13., 441, 11.
}}
}}

Revision as of 21:02, 19 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντολικόν Medium diacritics: ἐντολικόν Low diacritics: εντολικόν Capitals: ΕΝΤΟΛΙΚΟΝ
Transliteration A: entolikón Transliteration B: entolikon Transliteration C: entolikon Beta Code: e)ntoliko/n

English (LSJ)

τό,
1 authorization, power of attorney, PFlor.142.2 (iii A. D.), etc.
2 prescription, recipe, BGU953.1 (iii/iv A. D.), dub. sens. in POxy.1775.13 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντολικόν: τό, ἔνταλμα, ἐπίταγμα, Κανὼν τῆς ἐν Καρθ. Συνόδ. 92, Συλλ. Ἐπιγρ. 2712. 8· - ἐντολικάριος, ὁ, = ὁ ἐντεταλμένος, Κανὼν τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδου 1313D, Θεοφάν. 432, 13., 441, 11.