ἁμαξοκυλιστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
(4000)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amaksokylistis
|Transliteration C=amaksokylistis
|Beta Code=a(macokulisth/s
|Beta Code=a(macokulisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, (κυλίνδω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">down-roller</b> (i.e. <b class="b2">destroyer) of wagons:</b> in pl., name of a Megarian family, Plu.2.304e.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, (κυλίνδω) [[down-roller]] (i.e. [[destroyer]]) of [[wagon]]s: in plural, name of a Megarian family, Plu.2.304e.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0116.png Seite 116]] ὁ, Karrenschieber? Als [[γένος]] Μεγαρικόν Plut. qu. gr. 59.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁμαξοκῠλιστής:''' οῦ ὁ [[опрокидыватель повозок]] (Ἁμαξοκυλισταί было прозвищем мегарцев, предки которых, по преданию, опрокинули в болото повозки, отправлявшиеся в Дельфы) Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ἁμαξοκῠλιστής''': -οῦ, ὁ, ([[κυλίνδω]]) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁμαξοκυλιστής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κυλά [[προς]] τα [[κάτω]] άμαξες, ο [[καταστροφέας]] αμαξών<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως κύριο όνομα) <i>οἱ Ἁμαξοκυλισταί</i><br />όνομα μεγαρικής οικογένειας..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>κυλιστὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κυλίνδω]] «[[κυλίω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξοκῠλιστής Medium diacritics: ἁμαξοκυλιστής Low diacritics: αμαξοκυλιστής Capitals: ΑΜΑΞΟΚΥΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hamaxokylistḗs Transliteration B: hamaxokylistēs Transliteration C: amaksokylistis Beta Code: a(macokulisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (κυλίνδω) down-roller (i.e. destroyer) of wagons: in plural, name of a Megarian family, Plu.2.304e.

German (Pape)

[Seite 116] ὁ, Karrenschieber? Als γένος Μεγαρικόν Plut. qu. gr. 59.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξοκῠλιστής: οῦ ὁ опрокидыватель повозок (Ἁμαξοκυλισταί было прозвищем мегарцев, предки которых, по преданию, опрокинули в болото повозки, отправлявшиеся в Дельфы) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξοκῠλιστής: -οῦ, ὁ, (κυλίνδω) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε.

Greek Monolingual

ἁμαξοκυλιστής, ο (Α)
1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών
2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί
όνομα μεγαρικής οικογένειας..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»].