ἀμφίκολλος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfikollos | |Transliteration C=amfikollos | ||
|Beta Code=a)mfi/kollos | |Beta Code=a)mfi/kollos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[glued on both sides]]:—<b class="b3">κλίνη ἀμφίκολλος</b> [[couch]] [[with two ends fixed on]], Pl. Com.34. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίκολλος''': -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς πλευρὰς κεκολλημένος· [[ἔπειτα]] κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10· πρβλ. [[παράκολλος]]. | |lstext='''ἀμφίκολλος''': -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς πλευρὰς κεκολλημένος· [[ἔπειτα]] κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10· πρβλ. [[παράκολλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφίκολλος]], -ον (Α)<br />ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 25 May 2023
English (LSJ)
ον, glued on both sides:—κλίνη ἀμφίκολλος couch with two ends fixed on, Pl. Com.34.
German (Pape)
[Seite 140] rings geleimt, Plat. com. bei Poll. 10, 34, κλίνη, der es κατακεκολλημένη erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκολλος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς πλευρὰς κεκολλημένος· ἔπειτα κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10· πρβλ. παράκολλος.
Greek Monolingual
ἀμφίκολλος, -ον (Α)
ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κολλος < κόλλα.