χρήννυμι: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "|Full diacritics" to "|Full diacritics") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics=χρήννυμι | |||
|Medium diacritics=χρήννυμι | |Medium diacritics=χρήννυμι | ||
|[[low|Low]] diacritics=χρήννυμι | |[[low|Low]] diacritics=χρήννυμι |
Revision as of 13:20, 25 May 2023
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1374] = χράομαι, wahrscheinliche Lesart bei Theophr. char. 5.
Greek Monolingual
και χρηννύω Α
(πιθ. γρφ.) χρησιμοποιούμαι, χρῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔχρησα του ρ. χρῶ (II), κατά το σχήμα ἐσκέδασα: σκεδά-ννυμι. Παρλλ. προς τον τ. χρήννυμι απαντά και τ. χρηννύω με μετάβαση στη θεματική κλίση].