πρόκοιλος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(34) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokoilos | |Transliteration C=prokoilos | ||
|Beta Code=pro/koilos | |Beta Code=pro/koilos | ||
|Definition=ον, = | |Definition=ον, = [[προκοίλιος]], ''Gloss.'' | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:21, 27 May 2023
English (LSJ)
ον, = προκοίλιος, Gloss.
German (Pape)
[Seite 730] = Vorigem, Synes.
Greek Monolingual
-η, -ο, ΝΑ
ζωολ. (για σπόνδυλο) αυτός του οποίου η πρόσθια επιφάνεια είναι κοίλη
αρχ.
προκοίλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κοιλος (< κοιλία), πρβλ. μεγαλό-κοιλος].