ἀμοργός: Difference between revisions
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amorgos | |Transliteration C=amorgos | ||
|Beta Code=a)morgo/s | |Beta Code=a)morgo/s | ||
|Definition=(A), ὁ, (ἀμέργω) < | |Definition=(A), ὁ, ([[ἀμέργω]])<br><span class="bld">A</span> [[one who squeezes]] or [[drains]], ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Cratin.214.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς</b> lanterns [[which protect]] [the light] [[from]] winds, F.mp.84.<br><span class="bld">II</span> proparox. ἄμοργος ([[varia lectio|v.l.]] [[ἄμεργος]]), = [[ἀμόργη]], Ph.''Bel.''86.34, al.<br /><br />(B), ὁ, = [[ἀμοργίς]], Cratin.96, cf. Paus.Gr.''Fr.''47, Harp. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[que filtra o retiene]] c. gen. ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς linternas provistas de pantalla contra los vientos</i> Emp.B 84.3<br /><b class="num">•</b>fig. de pers. [[que exprime]], [[explotador]] ἀμοργοὶ πόλεως ὄλεθρος de los políticos, Cratin.210.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ [[fibra de malva]] Cratin.96, Harp.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀμέργω]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] ([[ἀμέργω]]), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der [[ὄλεθρος]] erkl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] ([[ἀμέργω]]), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der [[ὄλεθρος]] erkl. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμοργός:''' [[отражающий]]: ἀνέμων ἀ. Emped. защищающий от ветров. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμοργός''': ὁ ([[ἀμέργω]]) ὁ συνθλίβων ἢ ἀποστραγγίζων ἢ ἐκμυζῶν τι, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Κρατῖνος ἐν «Σεριφίοις» 13, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. ΙΙ. παρ’ Ἐμπεδ. 222, ἔχομεν ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς, λαμπτῆρας προφυλάττοντας [τὸ φῶς] ἀπὸ τῶν ἀνέμων· ἴδε Μουλλάχιον ἐν τόπῳ. Πολλὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἀμουργούς. Περὶ τοῦ ἐν «Μαλθακοῖς» 4 Κρατίνου «ἀμοργὸν [[ἔνδον]] ...» ἴδε ἐπὶ πᾶσι Meineke. | |lstext='''ἀμοργός''': ὁ ([[ἀμέργω]]) ὁ συνθλίβων ἢ ἀποστραγγίζων ἢ ἐκμυζῶν τι, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Κρατῖνος ἐν «Σεριφίοις» 13, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. ΙΙ. παρ’ Ἐμπεδ. 222, ἔχομεν ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς, λαμπτῆρας προφυλάττοντας [τὸ φῶς] ἀπὸ τῶν ἀνέμων· ἴδε Μουλλάχιον ἐν τόπῳ. Πολλὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἀμουργούς. Περὶ τοῦ ἐν «Μαλθακοῖς» 4 Κρατίνου «ἀμοργὸν [[ἔνδον]] ...» ἴδε ἐπὶ πᾶσι Meineke. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμοργός]], ο (Α) [[ἀμέργω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνθλίβει, αποστραγγίζει, αρμέγει, απομυζά<br /><b>2.</b> αυτός που προφυλάσσει από [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀμοργός]], ο (Α) [[ἀμέργω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνθλίβει, αποστραγγίζει, αρμέγει, απομυζά<br /><b>2.</b> αυτός που προφυλάσσει από [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), ὁ, (ἀμέργω)
A one who squeezes or drains, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Cratin.214.
2 ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς lanterns which protect [the light] from winds, F.mp.84.
II proparox. ἄμοργος (v.l. ἄμεργος), = ἀμόργη, Ph.Bel.86.34, al.
(B), ὁ, = ἀμοργίς, Cratin.96, cf. Paus.Gr.Fr.47, Harp.
Spanish (DGE)
-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que filtra o retiene c. gen. ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς linternas provistas de pantalla contra los vientos Emp.B 84.3
•fig. de pers. que exprime, explotador ἀμοργοὶ πόλεως ὄλεθρος de los políticos, Cratin.210.
2 subst. ὁ fibra de malva Cratin.96, Harp.
• Etimología: Cf. ἀμέργω.
German (Pape)
[Seite 128] (ἀμέργω), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der ὄλεθρος erkl.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοργός: отражающий: ἀνέμων ἀ. Emped. защищающий от ветров.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοργός: ὁ (ἀμέργω) ὁ συνθλίβων ἢ ἀποστραγγίζων ἢ ἐκμυζῶν τι, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Κρατῖνος ἐν «Σεριφίοις» 13, ἔνθα ἴδε Meineke. ΙΙ. παρ’ Ἐμπεδ. 222, ἔχομεν ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς, λαμπτῆρας προφυλάττοντας [τὸ φῶς] ἀπὸ τῶν ἀνέμων· ἴδε Μουλλάχιον ἐν τόπῳ. Πολλὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἀμουργούς. Περὶ τοῦ ἐν «Μαλθακοῖς» 4 Κρατίνου «ἀμοργὸν ἔνδον ...» ἴδε ἐπὶ πᾶσι Meineke.
Greek Monolingual
ἀμοργός, ο (Α) ἀμέργω
1. αυτός που συνθλίβει, αποστραγγίζει, αρμέγει, απομυζά
2. αυτός που προφυλάσσει από κάτι.