μύσκλοι: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myskloi
|Transliteration C=myskloi
|Beta Code=mu/skloi
|Beta Code=mu/skloi
|Definition=[[σκολιοί]], Hsch. <span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων]], Id. μύσκλον, τό, = [[μύξα]] (B), <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>6.43</span>. μύσκος, ὁ, Dim. of [[μῦς]], for [[μυΐσκος]], Hdn.Gr.<span class="bibl">1.148</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">μύσκος· μίασμα, κῆδος</b>, Hsch.</span>
|Definition=[[σκολιοί]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> = [[οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων]], Id. μύσκλον, τό, = [[μύξα]] (B), Orib.''Syn.''6.43. μύσκος, ὁ, ''Dim. of'' [[μῦς]], for [[μυΐσκος]], Hdn.Gr.1.148.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">μύσκος· μίασμα, κῆδος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύσκλοι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σκολιοί» <br />β) «oἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με μία [[γλώσσα]] «μύσκελος<br />[[στραβόπους]]» η οποία καλύπτει [[κατά]] ένα [[μέρος]] την πρώτη σημ. του [[μύσκλοι]] «σκολιοί», δηλ. κυρτοί (<b>πρβλ.</b> και τα ανθρωπωνύμια <i>Μύσκελος</i>, <i>Μύσκων</i>)].
|mltxt=[[μύσκλοι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σκολιοί» <br />β) «oἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με μία [[γλώσσα]] «μύσκελος<br />[[στραβόπους]]» η οποία καλύπτει [[κατά]] ένα [[μέρος]] την πρώτη σημ. του [[μύσκλοι]] «σκολιοί», δηλ. κυρτοί (<b>πρβλ.</b> και τα ανθρωπωνύμια <i>Μύσκελος</i>, <i>Μύσκων</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύσκλοι Medium diacritics: μύσκλοι Low diacritics: μύσκλοι Capitals: ΜΥΣΚΛΟΙ
Transliteration A: mýskloi Transliteration B: myskloi Transliteration C: myskloi Beta Code: mu/skloi

English (LSJ)

σκολιοί, Hsch.
II = οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων, Id. μύσκλον, τό, = μύξα (B), Orib.Syn.6.43. μύσκος, ὁ, Dim. of μῦς, for μυΐσκος, Hdn.Gr.1.148.
II μύσκος· μίασμα, κῆδος, Hsch.

Greek Monolingual

μύσκλοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «σκολιοί»
β) «oἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μία γλώσσα «μύσκελος
στραβόπους» η οποία καλύπτει κατά ένα μέρος την πρώτη σημ. του μύσκλοι «σκολιοί», δηλ. κυρτοί (πρβλ. και τα ανθρωπωνύμια Μύσκελος, Μύσκων)].