σιγάλωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sigaloma
|Transliteration C=sigaloma
|Beta Code=siga/lwma
|Beta Code=siga/lwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">instrument for smoothing</b> or <b class="b2">polishing</b>, esp. of shoemakers for smoothing leather, ibid., Hsch. s.v. [[σιγαλόεντα]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">border, edging</b> of a dress, Id.; v. [[σιάλωμα]].</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[instrument for smoothing]] or [[polishing]], especially of shoemakers for smoothing leather, ibid., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σιγαλόεντα]].<br><span class="bld">II</span> [[border]], [[edging]] of a dress, Id.; v. [[σιάλωμα]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0878.png Seite 878]] τό, ein Werkzeug zum Glätten, bes. ein Schusterwerkzeug, das Leder damit zu glätten, VLL. – Auch ein Vorstoß an Kleidern, vgl. [[σιάλωμα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0878.png Seite 878]] τό, ein Werkzeug zum Glätten, bes. ein Schusterwerkzeug, das Leder damit zu glätten, VLL. – Auch ein Vorstoß an Kleidern, vgl. [[σιάλωμα]].
}}
{{ls
|lstext='''σῑγάλωμα''': τό, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἰσοπέδωσιν ἢ στίλβωσιν, [[μάλιστα]] τῶν ὑποδηματοποιῶν πρὸς στίλβωσιν δερμάτων, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Ἡσύχ. ΙΙ. [[κράσπεδον]], [[ἄκρα]] ἱματίου, «τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις» Ἡσύχ., ἴδε [[σιάλωμα]] ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[σιγαλῶ]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με δέρματα και, ειδικότερα, σχετικά με υποδήματα) [[εργαλείο]] στίλβωσης ή λείανσης<br /><b>2.</b> [[παρυφή]], [[άκρο]] ενδύματος.
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγᾰλωμα Medium diacritics: σιγάλωμα Low diacritics: σιγάλωμα Capitals: ΣΙΓΑΛΩΜΑ
Transliteration A: sigálōma Transliteration B: sigalōma Transliteration C: sigaloma Beta Code: siga/lwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A instrument for smoothing or polishing, especially of shoemakers for smoothing leather, ibid., Hsch. s.v. σιγαλόεντα.
II border, edging of a dress, Id.; v. σιάλωμα.

German (Pape)

[Seite 878] τό, ein Werkzeug zum Glätten, bes. ein Schusterwerkzeug, das Leder damit zu glätten, VLL. – Auch ein Vorstoß an Kleidern, vgl. σιάλωμα.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγάλωμα: τό, ἐργαλεῖον πρὸς ἰσοπέδωσιν ἢ στίλβωσιν, μάλιστα τῶν ὑποδηματοποιῶν πρὸς στίλβωσιν δερμάτων, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Ἡσύχ. ΙΙ. κράσπεδον, ἄκρα ἱματίου, «τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις» Ἡσύχ., ἴδε σιάλωμα ΙΙ.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α σιγαλῶ
1. (κυρίως σχετικά με δέρματα και, ειδικότερα, σχετικά με υποδήματα) εργαλείο στίλβωσης ή λείανσης
2. παρυφή, άκρο ενδύματος.