διάτρητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diatritos
|Transliteration C=diatritos
|Beta Code=dia/trhtos
|Beta Code=dia/trhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bored through]], [[pierced]], Gal.2.668. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[cage cup]], Latin: [[vas diatretum]], [[diatretum]], pl. [[cage cups]], [[glass vessels with open-work decoration]], Latin: [[diatreta]], Mart.12.70.9.</span>
|Definition=διάτρητον,<br><span class="bld">A</span> [[bored through]], [[pierced]], Gal.2.668.<br><span class="bld">II</span> [[cage cup]], Latin: [[vas diatretum]], [[diatretum]], pl. [[cage cups]], [[glass vessels with open-work decoration]], Latin: [[diatreta]], Mart.12.70.9.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. plu. diatreta</i> Mart.12.70<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[perforado]], [[horadado]] ἄγκιστρον Gal.2.668, de conchas <i>PWash.Univ</i>.59.9 (V d.C.), de los comillos de cierta serpiente, Sch.Nic.<i>Th</i>.232a.<br /><b class="num">2</b> [[cincelado]], [[calado]] λίθοι e.e. formando celosías</i> Thdt.<i>Qu</i>.17 <i>in</i> 3<i>Re</i>.6.9 (p.138), <i>Qu</i>.2 <i>in</i> 4<i>Re</i>.1.2 (p.194).<br /><b class="num">II</b> subst., neutr. plu. [[vasos diatreta]], [[vasos de cristal con decoración calada]] Mart.l.c.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διάτρητος''': -ον, διατετρημένος, διατετρυπημένος, Ἰω. Δαμασκ.
|lstext='''διάτρητος''': -ον, διατετρημένος, διατετρυπημένος, Ἰω. Δαμασκ.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. plu. diatreta</i> Mart.12.70<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[perforado]], [[horadado]] ἄγκιστρον Gal.2.668, de conchas <i>PWash.Univ</i>.59.9 (V d.C.), de los comillos de cierta serpiente, Sch.Nic.<i>Th</i>.232a.<br /><b class="num">2</b> [[cincelado]], [[calado]] λίθοι e.e. formando celosías</i> Thdt.<i>Qu</i>.17 <i>in</i> 3<i>Re</i>.6.9 (p.138), <i>Qu</i>.2 <i>in</i> 4<i>Re</i>.1.2 (p.194).<br /><b class="num">II</b> subst., neutr. plu. [[vasos diatreta]], [[vasos de cristal con decoración calada]] Mart.l.c.
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάτρητος]], -ον) [[διατετραίνω]]<br />αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την [[έκταση]], κατατρυπημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική [[εργασία]]» — αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράθυρο]] με δικτυωτά κάγκελα («[[οἶκος]]... ἔχων φωταγωγοὺς δικτυοειδεῖς, ἃς διατρήτους ὀνομάζουσιν oἱ πολλοί»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διάτρωτον</i> (και πληθ.) <i>διάτρητα</i><br />πολύτιμο γυάλινο [[αγγείο]] που περιβάλλεται από δικτυωτά γιάλινα νήματα.
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάτρητος]], -ον) [[διατετραίνω]]<br />αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την [[έκταση]], κατατρυπημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική [[εργασία]]» — αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράθυρο]] με δικτυωτά κάγκελα («[[οἶκος]]... ἔχων φωταγωγοὺς δικτυοειδεῑς, ἃς διατρήτους ὀνομάζουσιν oἱ πολλοί»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διάτρωτον</i> (και πληθ.) <i>διάτρητα</i><br />πολύτιμο γυάλινο [[αγγείο]] που περιβάλλεται από δικτυωτά γιάλινα νήματα.
|ptext=<i>[[durchbohrt]], [[durchlöchert]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτρητος Medium diacritics: διάτρητος Low diacritics: διάτρητος Capitals: ΔΙΑΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: diátrētos Transliteration B: diatrētos Transliteration C: diatritos Beta Code: dia/trhtos

English (LSJ)

διάτρητον,
A bored through, pierced, Gal.2.668.
II cage cup, Latin: vas diatretum, diatretum, pl. cage cups, glass vessels with open-work decoration, Latin: diatreta, Mart.12.70.9.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): lat. plu. diatreta Mart.12.70
I 1perforado, horadado ἄγκιστρον Gal.2.668, de conchas PWash.Univ.59.9 (V d.C.), de los comillos de cierta serpiente, Sch.Nic.Th.232a.
2 cincelado, calado λίθοι e.e. formando celosías Thdt.Qu.17 in 3Re.6.9 (p.138), Qu.2 in 4Re.1.2 (p.194).
II subst., neutr. plu. vasos diatreta, vasos de cristal con decoración calada Mart.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

διάτρητος: -ον, διατετρημένος, διατετρυπημένος, Ἰω. Δαμασκ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάτρητος, -ον) διατετραίνω
αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την έκταση, κατατρυπημένος
νεοελλ.
φρ. «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική εργασία» — αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς
αρχ.
1. παράθυρο με δικτυωτά κάγκελα («οἶκος... ἔχων φωταγωγοὺς δικτυοειδεῖς, ἃς διατρήτους ὀνομάζουσιν oἱ πολλοί»)
2. το ουδ. ως ουσ. το διάτρωτον (και πληθ.) διάτρητα
πολύτιμο γυάλινο αγγείο που περιβάλλεται από δικτυωτά γιάλινα νήματα.

German (Pape)

durchbohrt, durchlöchert, Sp.