κυρσερίδες: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyrserides
|Transliteration C=kyrserides
|Beta Code=kurseri/des
|Beta Code=kurseri/des
|Definition=<b class="b3">τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες</b>, Hsch. κυρσίον· [[μειράκιον]], Id.; cf. [[κυρσάνιος]]. κυρσός, [[gibberosus]], Gloss.
|Definition=<b class="b3">τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] κυρσίον· [[μειράκιον]], Id.; cf. [[κυρσάνιος]]. κυρσός, [[gibberosus]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρσερίδες Medium diacritics: κυρσερίδες Low diacritics: κυρσερίδες Capitals: ΚΥΡΣΕΡΙΔΕΣ
Transliteration A: kyrserídes Transliteration B: kyrserides Transliteration C: kyrserides Beta Code: kurseri/des

English (LSJ)

τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες, Hsch. κυρσίον· μειράκιον, Id.; cf. κυρσάνιος. κυρσός, gibberosus, Glossaria.

Greek Monolingual

κυρσερίδες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος και, κατά μία άποψη, προήλθε από κυρσέρα, με πιθ. επίδραση του κρησέρα «κόσκινο»].

German (Pape)

αἱ, nach Hesych. τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες.