κυρσερίδες: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(22)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyrserides
|Transliteration C=kyrserides
|Beta Code=kurseri/des
|Beta Code=kurseri/des
|Definition=<b class="b3">τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες</b>, Hsch. κυρσίον· <b class="b3">μειράκιον</b>, Id.; cf. [[κυρσάνιος]]. κυρσός, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gibberosus</b>, Gloss.</span>
|Definition=<b class="b3">τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] κυρσίον· [[μειράκιον]], Id.; cf. [[κυρσάνιος]]. κυρσός, [[gibberosus]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυρσερίδες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῑα, κυψελίδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύρτος]] και, [[κατά]] μία [[άποψη]], προήλθε από <i>κυρσέρα</i>, με πιθ. [[επίδραση]] του [[κρησέρα]] «[[κόσκινο]]»].
|mltxt=[[κυρσερίδες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύρτος]] και, [[κατά]] μία [[άποψη]], προήλθε από <i>κυρσέρα</i>, με πιθ. [[επίδραση]] του [[κρησέρα]] «[[κόσκινο]]»].
}}
{{pape
|ptext=αἱ, nach Hesych. τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες.
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρσερίδες Medium diacritics: κυρσερίδες Low diacritics: κυρσερίδες Capitals: ΚΥΡΣΕΡΙΔΕΣ
Transliteration A: kyrserídes Transliteration B: kyrserides Transliteration C: kyrserides Beta Code: kurseri/des

English (LSJ)

τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες, Hsch. κυρσίον· μειράκιον, Id.; cf. κυρσάνιος. κυρσός, gibberosus, Glossaria.

Greek Monolingual

κυρσερίδες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος και, κατά μία άποψη, προήλθε από κυρσέρα, με πιθ. επίδραση του κρησέρα «κόσκινο»].

German (Pape)

αἱ, nach Hesych. τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες.