ἀδρύφακτος: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=adryfaktos
|Transliteration C=adryfaktos
|Beta Code=a)dru/faktos
|Beta Code=a)dru/faktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unfenced</b>, <b class="b3">ἀτείχιστος, ἀφύλακτος, ἄνευ δικαστηρίου</b>, Hsch.: metaph., <b class="b3">ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος</b>, <span class="title">AB</span>345.</span>
|Definition=ἀδρύφακτον, [[unfenced]], [[ἀτείχιστος]], [[ἀφύλακτος]], ἄνευ δικαστηρίου, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: metaph., [[ἄπονος]] καὶ [[ἀταλαίπωρος]], AB345.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene cerca]], [[desprotegido]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[fuera del tribunal]] quizá en el sent. [[que no ha tenido juicio]] Hsch.<br /><b class="num">3</b> fig. [[sin esfuerzo]] Phryn.<i>PS Fr</i>.86.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδρύφακτος''': -ον, [[ἄνευ]] πριβόλου, «ἀδρύφακτον, [[ἄνευ]] δικαστηρίου, ἢ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον», Ἡσύχ.· - μεταφορ. = [[ἄπονος]] καὶ [[ἀταλαίπωρος]], Α. Β. 345.
|lstext='''ἀδρύφακτος''': -ον, [[ἄνευ]] πριβόλου, «ἀδρύφακτον, [[ἄνευ]] δικαστηρίου, ἢ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον», Ἡσύχ.· - μεταφορ. = [[ἄπονος]] καὶ [[ἀταλαίπωρος]], Α. Β. 345.
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδρύφακτος Medium diacritics: ἀδρύφακτος Low diacritics: αδρύφακτος Capitals: ΑΔΡΥΦΑΚΤΟΣ
Transliteration A: adrýphaktos Transliteration B: adryphaktos Transliteration C: adryfaktos Beta Code: a)dru/faktos

English (LSJ)

ἀδρύφακτον, unfenced, ἀτείχιστος, ἀφύλακτος, ἄνευ δικαστηρίου, Hsch.: metaph., ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος, AB345.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene cerca, desprotegido Hsch.
2 fuera del tribunal quizá en el sent. que no ha tenido juicio Hsch.
3 fig. sin esfuerzo Phryn.PS Fr.86.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδρύφακτος: -ον, ἄνευ πριβόλου, «ἀδρύφακτον, ἄνευ δικαστηρίου, ἢ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον», Ἡσύχ.· - μεταφορ. = ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος, Α. Β. 345.